καλαμπαλίκι

καλαμπαλίκι
τό
1) толпа; 2) толчея, суматоха; шум, гам; 3) πλ. анат. яички

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καλαμπαλίκι" в других словарях:

  • καλαμπαλίκι — το 1. συρροή πλήθους ανθρώπων που θορυβούν, οχλαγωγία 2. σωρός διαφόρων όχι πολύτιμων πραγμάτων, ιδίως οικιακών, τα πράγματα τού νοικοκυριού 3. μτφ. στον πληθ. τα καλαμπαλίκια οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalabalik «πλήθος»] …   Dictionary of Greek

  • καλαμπαλίκι — το (λ. τουρκ.) 1. πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων που προξενούν θόρυβο ή ενόχληση, σωρός, οχλαγωγία. 2. μτφ., στον πληθ., καλαμπαλίκια τα αχαμνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλαμπαλίκι — το, Ν καλαμπαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καλαμπαλίκι, με δάσυνση τού αρκτικού κλειστού κ ] …   Dictionary of Greek

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

  • calabalâc — CALABALẤC, calabalâcuri, s.n. (fam.) Obiecte felurite (în dezordine); p. ext. bagaje cu care călătoreşte sau se mută cineva; catrafuse, agărlâc. – Din tc. kalabalik. Trimis de viorelgrosu, 29.01.2003. Sursa: DEX 98  CALABALÂC s. v. boarfe (pl.) …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»